ἀνθηροῦ

ἀνθηροῦ
ἀνθηρός
flowery
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Αργιθέας, δήμος — Νέος δήμος (2.627 κάτ.) του νομού Καρδίτσης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Ανθηρού, Αργιθέας, Ελληνικών, Θερινού, Καλής Κώμης, Καρυάς, Μεσοβουνίου και Πετρωτού, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του… …   Dictionary of Greek

  • Καλαποθάκης, Δημήτριος — (Αρεόπολη Λακωνίας 1862 – Μόναχο 1921). Δημοσιογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Σε νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με το θέατρο και τη δημοσιογραφία. Κατά την περίοδο που ζούσε στον Βόλο ασχολήθηκε με τις εκδόσεις και τη συγγραφή. Ίδρυσε το περιοδικό… …   Dictionary of Greek

  • Κοίμησης της Θεοτόκου, μονή — Ονομασία 33 μοναστηριών. 1. Αγνούντος. Μοναστήρι, το οποίο δεν λειτουργεί, στον νομό Αργολίδος. Βλ. λ. Αγνούντος, μονή. 2. Ανθηρού. Μοναστήρι, το οποίο δεν λειτουργεί, στον νομό Καρδίτσης. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Θεσσαλιώτιδας και… …   Dictionary of Greek

  • Μιλούζ — (Mulhouse). Πόλη (112.002 κάτ. το 2000) της Γαλλίας. Βρίσκεται στον νομό του Άνω Ρήνου (3.525 τ. χλμ., 708.025 κάτ. το 2000). Είναι εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο, με αξιόλογες βιομηχανίες χημικών προϊόντων, κατασκευής ηλεκτρικών ειδών και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”